λεπτόφυλλος
English (LSJ)
λεπτόφυλλον, with thin leaves, Thphr. HP 9.11.4, Sor.2.16, Anon.Vat.16, Alex.Aphr.in Top. 118.30: Comp., Thphr. HP 3.9.5, 6.2.6.
German (Pape)
[Seite 31] feinblättrig, δάφνη, Arist. probl. 1, 58; Theophr.
Russian (Dvoretsky)
λεπτόφυλλος: тонколистный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόφυλλος: -ον, ἔχων λεπτὰ φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λεπτόφυλλος, -ον)
αυτός που έχει λεπτά φύλλα.