ἐξηγητής, ὁμιλητής, Hsch.
[Seite 32] ὁ, der Schwätzer, Erzähler, Hesych.
λεσχαῖος: «ἐξηγητής. ὁμιλητὴς» Ἡσύχ.
λεσχαῖος (Α) λέσχη(κατά τον Ησύχ.) «ἐξηγητής, ὁμιλητής».