λεσχηνώτης
English (LSJ)
λεσχηνώτου, ὁ, scholar, pupil, Thalesap.D.L.1.43, Anaximen.ib.2.4. (On the accent v. Hdn.Gr.1.74.)
German (Pape)
[Seite 32] ὁ, bei D. L. 1, 43. 2, 4, der Schüler.
Russian (Dvoretsky)
λεσχηνώτης: ου ὁ ученик Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
λεσχηνώτης: -ου, = λεσχηνευτής· ― μαθητής, Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 2. 4. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεογνώστ. Καν. σ. 44. 34.
Greek Monolingual
λεσχηνώτης, ὁ (Α) λεσχήν
μαθητής, ακροατής.