λευκάντυξ

English (LSJ)

ῠγος, ἡ, bright-orbed, of the moon, Doroth. ap. Heph.Astr.3.20.

Greek Monolingual

λευκάντυξ, -υγος, ἡ (Α)
(για τη σελήνη) αυτή που έχει γύρω της λευκό κύκλο, λαμπρή άντυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἄντυξ «περιφέρεια κύκλου»].