λευκοέρυθρος

English (LSJ)

λευκοέρυθρον, = λευκέρυθρος, Procl.Par.Ptol.203.

German (Pape)

[Seite 33] = λευκέρυθρος, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοέρυθρος: -ον, = λευκέρυθρος, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 203.

Greek Monolingual

λευκοέρυθρος, -ον (Α)
βλ. λευκέρυθρος.