λευκωματίζομαι

English (LSJ)

to be affected with leucoma (λεύκωμα) ΙΙ.2, Sch.A.Pr.499.

German (Pape)

[Seite 36] den weißen Staar bekommen, Schol. Aesch. Prom. 498.

Greek Monolingual

λευκωματίζομαι (Α) λεύκωμα
παθαίνω λεύκωμα στο μάτι.