λευκωματικός

English (LSJ)

λευκωματική, λευκωματικόν, good for leucoma (λεύκωμα ΙΙ.2), κολλούρια Paul.Aeg.3.22.

Greek Monolingual

λευκωματικός, -ή, -ον (Μ) λεύκωμα
θεραπευτικός για το λεύκωμα του ματιού.