λευκόκαρπος

English (LSJ)

λευκόκαρπον, yielding white fruit, Thphr. HP 3.18.6.

German (Pape)

[Seite 34] mit weißer Frucht, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόκαρπος: -ον, φέρων λευκὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6.

Greek Monolingual

λευκόκαρπος, -ον (Α)
αυτός που φέρει λευκό καρπό.