ον, white-tailed, Hsch. s.v. μάλουρος.
[Seite 35] mit weißem Schwanze, Hesych.
λεύκουρος: -ον, ἔχων τὴν οὐρὰν λευκὴν, Ἡσύχ. ἐν λ. μάλουρος.
λεύκουρος, -ον (Α)αυτός που έχει λευκή ουρά.