ἡ, Ion. for λεία (q.v.). λήϊμνος· εὔβοτος, Hsch.
[Seite 38] ἡ, ion. = λεία, Her. öfter.
ion. c. λεία.
ληΐη: ἡ, Ιων. αντί λεία.
ληΐη: ἡ ион. = λεία I.