[Seite 38] ἡ, = λήθη, f. l. bei Eur. I. T. 1279.
ληθοσύνη: ἴδε ἐν λέξ. λαθοσύνα.
ληθοσύνη: дор. λᾱθοσύνᾱ (ῠ) ἡ Eur. = λήθη.