ληκτέον

English (LSJ)

(λαγχάνω) one must lay claim to, ὅλου τοῦ κλήρου Is.7.23.

Greek (Liddell-Scott)

ληκτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ λαγχάνω, δεῖ λαγχάνειν, τινί τινος Ἰσαῖ. 65. 41. ΙΙ. τοῦ λήγω, δεῖ λήγειν, μεταγεν.

Russian (Dvoretsky)

ληκτέον: adj. verb. к λαγχάνω.

German (Pape)

Adj. verb. zu λαγχάνω.