ληκυθιάδες
English (LSJ)
ἐνώτια ποιά, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ληκυθιάδες: «ἐνώτια ποιὰ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ληκυθιάδες (Α) λήκυθος
(κατά τον Ησύχ.) «ἐνώτια ποιά».
ἐνώτια ποιά, Hsch.
ληκυθιάδες: «ἐνώτια ποιὰ» Ἡσύχ.
ληκυθιάδες (Α) λήκυθος
(κατά τον Ησύχ.) «ἐνώτια ποιά».