λημματικός

English (LSJ)

λημματική, λημματικόν, quick at seizing opportunity, Hp.Decent.3.

German (Pape)

[Seite 39] zum Nehmen geneigt, πρὸς τὸν καιρόν, der den rechten Zeitpunkt zu ergreifen u. zu benutzen weiß, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

λημμᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιλαμβανόμενος, λ. πρὸς τὸν καιρόν, ὁ εἰξεύρων νὰ ἐπιλαμβάνηται τῆς καταλλήλου εὐκαιρίας καὶ νὰ ὠφελῆται ἐξ αὐτῆς, Ἱππ. 22. 41.

Greek Monolingual

λημματικός, -ή, -όν (Α) λήμμα
αυτός που ξέρει να επωφελείται από την κατάλληλη ευκαιρία.