λιγυρόφωνος

German (Pape)

[Seite 43] mit heller Stimme, Sp.

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, λιγύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγυρός + -φωνος (< φωνή)].