λιγύπνοος

English (LSJ)

λιγύπνοον, contr. λιγύπνους, ουν, = λιγύπνοιος (shrill-blowing, whistling), Coluth. 309, IG 14.1934f7.

German (Pape)

[Seite 43] laut wehend, pfeifend, ἡ λιγύπνους ἀκρίς, Epigr. Zeitschr. für A. W. 1844, p. 1008; νομός, lustig, Coluth. 309.

Greek (Liddell-Scott)

λῐγύπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, = λιγυπνείων, Κόλουθ. 309, Συλλ. Ἐπιγρ. 6270.

Greek Monolingual

λιγύπνοος, -οον και -ους, -ουν (Α)
βλ. λιγύπνοιος.