λιθίασις

English (LSJ)

-εως, Ion. -ιος, ἡ,
A the disease of the stone, Hp.Aph.3.26 (pl.), Gal.10.917.
II a callosity within the eyelid, Id.14.771, Aët.7.82.

German (Pape)

[Seite 44] ἡ, die Krankheit des Blasensteins, Steinschmerzen, Hippocr. u. a. Medic. Auch ein verhärteter Auswuchs am Augenlide.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθίασις: -εως, Ἰων. ιος, ἡ, ἡ νόσος τῆς κύστεως, καθ’ ἣν σχηματίζεται ἐν αὐτῇ λίθος, δι’ οὗ κωλύεται ἡ ἔκκρισις τοῦ οὔρου, κοινῶς «πέτρα», Ἱππ. Ἀφ. 1248. II σκλήρωμα, τύλωμα, κονδύλωμα ἐπὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ των βλεφάρων, Ἀέτ. 2. 3, 28.