λιθίνως

French (Bailly abrégé)

adv.
λιθίνως βλέπειν XÉN avoir l'air pétrifié.
Étymologie: λίθινος.

Russian (Dvoretsky)

λῐθίνως: (ῐν) окаменелым взглядом (βλέπειν Xen.).