λιθόδενδρον

English (LSJ)

τό, branching coral, Dsc.5.121.

German (Pape)

[Seite 45] τό, Steinbaum, baumförmig gebildete Korallen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόδενδρον: τό, λίθινον δένδρον, δηλ. κοράλλιον, Διοσκ. 5. 139.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
corail.
Étymologie: λίθος, δένδρον.