λικέρ

Greek Monolingual

το
το ηδύποτο, είδος αλκοολούχου ποτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. liqueur < λατ. liquor «υγρό» < λατ. liquēre «διαλύω, κάνω κάτι υγρό»].