Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τοτο ηδύποτο, είδος αλκοολούχου ποτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. liqueur < λατ. liquor «υγρό» < λατ. liquēre «διαλύω, κάνω κάτι υγρό»].