= σκιρτάω Hsch.Étymologie: DELG cf. ληκάω.
λικερτίζω (Α)(κατά τον Ησύχ.) «λικερτίζεινσκιρτᾶν».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι, πιθ., εσφαλμένη γραφή του τ. ἀσκαρίζω «σκιρτώ, πηδώ». Κατ' άλλους, ο τ. συνδέεται με τους ληκάω, λάξ και λακτίζω.