λικμητοῦ, ὁ, = λικμητήρ, PFay.101.4 (i B.C.), Poll.1.222, Aq., Sm.Je.51(28).2, Serv.Dan.ad Verg.G.1.166.
[Seite 46] ὁ, = λικμητήρ, Sp., wie Poll. 1, 222.
λικμητής: -οῦ, ὁ, = λικνίτης, Πολυδ. Α΄, 222.
ο (Α λικμητής) λικμώαυτός που λιχνίζει τον σίτο, λιχνιστής.