λιμάνι

Greek Monolingual

το
1. λιμένας
2. (κατ' επέκτ.) παραθαλάσσια εμπορική πόλη με λιμάνι
3. ασφαλές καταφύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < τουρκ. liman < αρχ. λιμένιον, υποκορ. του λιμήν.