το1. λιμένας2. (κατ' επέκτ.) παραθαλάσσια εμπορική πόλη με λιμάνι3. ασφαλές καταφύγιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < τουρκ. liman < αρχ. λιμένιον, υποκορ. του λιμήν.