λιμβίζομαι

Greek (Liddell-Scott)

λιμβίζομαι: ἐπιθυμῶ, κοινῶς «λιμπίζομαι», «λαχταρῶ», Μοσχόπ. περὶ Σχέδ. σ. 166.

German (Pape)

führen sp. Gramm. für λιχνεύω an.