λιμενοποιία

Greek (Liddell-Scott)

λῐμενοποιία: ἡ, ἡ κατασκευὴ λιμένων, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 87· -ποιικός, ή, όν, ἀνήκων εἰς λιμενοποιίαν, Φίλων Βελοπ. 49.

Greek Monolingual

λιμενοποιΐα, ἡ (Μ)
η κατασκευή λιμανιού.