λιπεσήνωρ

German (Pape)

[Seite 51] ορος, den Mann verlassend, gtesichor. bei Schol. Eur. Or. 249; vgl. Lob. zu Phryn. p. 769.

Greek (Liddell-Scott)

λιπεσήνωρ: -ορος, ἡ, ἡ ἐγκαταλιποῦσα τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Στησίχ. 35 (74).