λιταῖος

English (LSJ)

hearing prayer, epithet of Zeus, BCH2.509 (coin of Nicaea); also in form λιδαῖος ib.24.389 (inscr. of Bithynia).

Greek Monolingual

λιταῖος και λιδαῖος, ὁ (Α) λιτή
(επίθ. του Διός) αυτός που ακούει τις ικεσίες.