λοέσσας

English (LSJ)

v. λούω.

French (Bailly abrégé)

v. λοέω.

Greek Monotonic

λοέσσας: λοεσσάμενος, Επικ., Ενεργ. και Μέσ. μτχ. αορ. του λούω· Μέσ. μέλ. λοέσσομαι.