λοίσθημα

English (LSJ)

-ατος, τό, = τέλος, πέρας, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λοίσθημα: τό, «τέλος, πέρας, ἔσχατος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λοίσθημα, τὸ (Α) λοίσθος (I), (κατά τον Ησύχ.) «τέλος, πέρας, ἔσχατος».

German (Pape)

τό, das Letzte, Äußerste, das Ende, Hesych.