λογοδοσία

Greek Monolingual

η
η έκθεση τών πεπραγμένων και η απόδοση λογαριασμών μιας αρχής, επιτροπής ή άλλου διοικητικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογοδοτῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν του Σκαρλ. Βυζαντίου].