λογομάγειρος

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, one who cooks up words, Suid. s.v. Ἀντιφῶν.

Greek (Liddell-Scott)

λογομάγειρος: ὁ, ὁ μαγειρεύων λόγους, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀντιφῶν.

Greek Monolingual

λογομάγειρος, ὁ (Α)
αυτός που μαγειρεύει, που επινοεί λόγους.

German (Pape)

ὁ, Wortkoch, Suid. v. Ἀντιφῶν.