λογχήνυκτος

Greek (Liddell-Scott)

λογχήνυκτος: -ον, ὁ νυχθείς, τρυπηθεὶς διὰ λόγχης, πλευρὰ Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σ. 414, ἔκδ. Mil.

Greek Monolingual

λογχήνυκτος, -ον (Μ)
τρυπημένος από λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -νυκτος (< νύσσω)].