λογχαῖος

English (LSJ)

α, ον, (λόγχη A) of or with a spear, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λογχαῖος: -α, -ον, (λόγχη) ὁ μετὰ λόγχης, λογχίτης, Σουΐδ.

Greek Monolingual

λογχαῖος, -αία, -ον (Α) λόγχη
αυτός που ανήκει σε λόγχη ή αυτός που κρατά λόγχη.

German (Pape)

mit der Lanze, durch die Lanze, Suid.