λοιδορητικός
English (LSJ)
λοιδορητική, λοιδορητικόν, abusive, Arist.EE1221b14, Phld.Ir.p.72 W., Iamb.VP30.171, Sch.Heph.p.300 C.
German (Pape)
schmäh- od. zanksüchtig, Arist. eth. eudem. 2.3.
Russian (Dvoretsky)
λοιδορητικός: бранный, оскорбительный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λοιδορητικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, Ἀριστοφ. Ἠθ. 2. 3, 12.
Greek Monolingual
λοιδορητικός, -ή, -όν (Α) λοιδορώ
υβριστικός, ονειδιστικός.