λοισθώνη

English (LSJ)

θρασεῖα, Suid.

Greek Monolingual

λοισθώνη (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ θρασεῖα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ. του λοῖσθος (I)].