λομβός: ὁ, «λομβούς· τοὺς ἀπεσκολυμμένους» Ἡσύχ.
λομβός, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «λομβούςτοὺς ἀπεσκολυμμένους».[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τα λόμβαι, λομβρός].