λοξοχρήσμων

English (LSJ)

λοξοχρήσμον, gen. ονος, uttering ambiguous oracles, Sch.Lyc. 1466.

Greek (Liddell-Scott)

λοξοχρήσμων: -ον, ἐκφέρων λοξούς, ἀσαφεῖς χρησμούς, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 1467.

German (Pape)

ον, dunkle, zweideutige Orakel erteilend, wie λοξίας, Schol. Lycophr. 1467.