λοπίδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of λοπίς III, λοπίδια παντοδαπὰ ἀπ' ἀνδριάντων BCH29.542 (Delos).

Greek Monolingual

λοπίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του λοπίς.