λουνόν

English (LSJ)

λαμπρόν, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λουνόν: «λαμπρὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λουνόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λαμπρόν».