Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-ή, -ό λουρίδα1. κατασκευασμένος ή πλεγμένος με λουρίδες2. (για ζώο) αυτός που το χρώμα του τριχώματός του εναλλάσσεται κατά λουρίδες.