[φῐ], τό, Dim. of λόφος ΙΙ, Ael.NA16.15.
λοφίδιον: [φῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ λόφος, Αἰλ. π. Ζ. 16.15.
ου (τό) :petite colline, coteau.Étymologie: λόφος.
τό, dim. von λόφος, Ael. H.A. 16.15.