λυκιουργής

English (LSJ)

ές, contr. for λυκιοεργής.

French (Bailly abrégé)

c. λυκιοεργής.

Greek Monolingual

λυκιουργής, -ές (Α)
βλ. λυκιοεργής.

Russian (Dvoretsky)

λῠκιουργής: стяж. = λυκιοεργής.

German (Pape)

ές, zusammengezogen aus λυκιοεργής.