λυκόδοντες

Greek (Liddell-Scott)

λῠκόδοντες: οἱ, = κυνόδοντες, Γαλην. περὶ χρείας τῶν Μορίων 11. 1.

German (Pape)

οἱ, die Wolfszähne, = κυνόδοντες, Galen.