Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λυσσιακό
Greek Monolingual
το 1.μεγάληλύσσα 2.φρ. «λυσσιακό τον έπιασε για μένα» — μέ καταδιώκει συνεχώς για να μέ εξοντώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του επιθ. λυσσιακός<λύσσα.