λωτάριον

English (LSJ)

τό, flower of lotus, Steph.in Gal.1.335 D., Paul.Aeg.3.59, 7.12 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

λωτάριον: τό, = λωτός, Κοσμ. Ἰνδ. 117Β.

Greek Monolingual

λωτάριον, τὸ (Α)
λωτός
το άνθος του λωτού.