λώπιον

English (LSJ)

Dim. of λώπη, Arist.Metaph.1006b26, Top.103a10, IG42(1).122.127 (Epid.), AP6.245 (Diod.); ἐς τὰ λ.· ἡ τῶν ἱματίων ἀγορά (Tarent.), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λώπιον: ὑποκορ. τοῦ λώπη, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 4, 14, Οοπ. 1. 7, 1.

Greek Monolingual

λώπιον, τὸ (Α) λώπη
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «εὐτελὲς ἱμάτιον»
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐς τὰ λώπια
ἡ τῶν ἱματίων ἀγορά».