λῃδάριον

Greek (Liddell-Scott)

λῃδάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ λῇδος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 715, 915.

German (Pape)

τό, dim. von λῇδος; Ar. Av. 715 sagt χρὴ χλαῖναν πωλεῖν ἤδη καὶ λῃδάριόν τι πρίασθαι, vgl. 915.

Russian (Dvoretsky)

λῃδάριον: (ᾰ) τό жалкая одежонка Arph.

Middle Liddell

λῃδά˘ριον, ου, τό, [Dim. of λῇδος, Ar.]