= λῆψις (q.v.): λήμψομαι, = λήψομαι, v. λαμβάνω.
from λαμβάνω; receipt (the act): receiving.
λῆμψις, ἡ (Α)βλ. λήψη.
原文音譯:lÁyij 累普西士詞類次數:名詞(1)原文字根:得(著)字義溯源:受,信託,收到,領受;源自(λαμβάνω)*=拿,取)出現次數:總共(1);腓(1)譯字彙編:1) 領受的(1) 腓4:15
εως (ἡ) postér. c. λῆψις