μάκων

English (LSJ)

[ᾱ] v. μήκων.

Russian (Dvoretsky)

μάκων: (ᾱ) ἡ дор. = μήκων.

Greek (Liddell-Scott)

μάκων: μᾱκώνιον, μᾱκωνίς, ἴδε μηκ-.

Greek Monolingual

μάκων, -ωνος, ὁ (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μήκων.

Greek Monotonic

μάκων: [ᾱ], Δωρ. αντί μήκων.