μάραθρον

English (LSJ)

[μᾰ], τό, less Att. form of μάραθον, Alex.127.5, PTeb.116.43 (ii B.C.), UPZ89.9 (ii B.C.), Dsc.3.70 codd., Gal.12.67, Hld.6.14.

German (Pape)

[Seite 94] τό, = μάραθον, Diosc.; auch Alexis bei Poll. 6, 66.

Greek (Liddell-Scott)

μάρᾰθρον: [ᾰ], τό, ἧττον Ἀττ. τύπος τοῦ μάραθον, μάραθρον, ἄνηθον, νᾶπυ, καυλὸν Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. μάραθον.

Mantoulidis Etymological

(=μάραθο). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.